- βαρύμισθον
- βαρύμισθοςlargely paidmasc/fem acc sgβαρύμισθοςlargely paidneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταφλεξίπολις — καταφλεξίπολις, ό, ἡ (Α) μτφ. (για εταίρα) αυτή που κατακαίει τις πόλεις («καταφλεξίπολιν Σθενελαΐδα, τὴν βαρύμισθον», Ανθ.Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ., τού τύπου τερ ψίμβροτος < θ. καταφλεξ (πρβλ. κατα φλέξ ω, μέλλ. τού καταφλέγω) + πολις, ὁ, ἡ… … Dictionary of Greek